- παράκεντρος
- -η, -ο1. αυτός που βρίσκεται δίπλα, κοντά στο κέντρο2. το ουδ. ως ουσ. το παράκεντρομαθημ. το εξωτερικό σημείο ενός τριγώνου, από όπου διέρχονται η εσωτερική διχοτόμος μιας γωνίας του και οι εξωτερικές διχοτόμοι τών δύο άλλων3. φρ. «παράκεντρο λόβιο»ανατ. μικρή περιοχή τής έσω επιφάνειας τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων αποτελούμενη από το άνω πέρας τής πρόσθιας και οπίσθιας κεντρικής έλικας τού φλοιού τού εγκεφάλου, δηλ. τα κινητικά κέντρα τών σκελετικών μυών.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κέντρο (πρβλ. από-κεντρος)].
Dictionary of Greek. 2013.